Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
accessible
/əkˈses.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσιτός, προσπελάσιμος, δεκτικός;
USER: προσιτός, πρόσβαση, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
according
/əˈkôrd/ = VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω;
USER: σύμφωνα με, σύμφωνα, ανάλογα, ανάλογα με
GT
GD
C
H
L
M
O
acquainted
/əˈkweɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: γνωστός;
USER: γνωριμία, γνωρίσουν, εξοικειωθούν, εξοικειωμένοι, γνωρίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
actors
/ˈæk.tər/ = NOUN: ηθοποιός;
USER: φορείς, παράγοντες, φορέων, ηθοποιοί, παραγόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
ad
/æd/ = ADJECTIVE: πραγματικός
GT
GD
C
H
L
M
O
adaptable
/əˈdæp.tə.bl̩/ = ADJECTIVE: προσαρμόσιμος, ευπροσάρμοστος;
USER: προσαρμόσιμος, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμη, ευπροσάρμοστο, προσαρμόζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
adding
/æd/ = NOUN: άθροιση;
ADJECTIVE: αθροιστικός, αθροιζών;
USER: προσθήκη, προσθέτοντας, την προσθήκη, προσθήκης, η προσθήκη
GT
GD
C
H
L
M
O
adopted
/əˈdɒp.tɪd/ = ADJECTIVE: θετός;
USER: θεσπίζονται, εγκρίθηκε, ενέκρινε, υιοθέτησε, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adopters
/əˈdɒptər/ = NOUN: υιοθετών;
USER: adopters, υιοθέτησαν, υιοθετούν, εφαρμογές, υιοθέτηση
GT
GD
C
H
L
M
O
adverse
/ˈæd.vɜːs/ = ADJECTIVE: δυσμενής, αντίθετος, ενάντιος;
USER: δυσμενής, δυσμενείς, ανεπιθύμητες, αρνητικές, ανεπιθύμητων
GT
GD
C
H
L
M
O
advise
/ədˈvaɪz/ = VERB: συμβουλεύω, προειδοποιώ, πληροφορώ, ειδοποιώ, παραίνω;
USER: συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύουν, συμβουλές, συμβουλεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
aid
/eɪd/ = NOUN: βοήθεια, αρωγός, υπασπιστής;
VERB: βοηθώ;
USER: ενισχύσεις, βοήθεια, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
aids
/eɪdz/ = NOUN: βοηθός, υπασπιστής;
USER: AIDS, βοηθήματα, ενισχύσεις, βοηθημάτων, οι ενισχύσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
alleviate
/əˈliː.vi.eɪt/ = VERB: ανακουφίζω, ελαφρώνω;
USER: ανακούφιση, ανακουφίσει, άμβλυνση, την ανακούφιση, ελάφρυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
aloud
/əˈlaʊd/ = ADVERB: μεγαλόφωνως;
USER: φωναχτά, δυνατά, μεγαλοφώνως, μεγαλόφωνα, δυνατά για
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alternative
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
ADJECTIVE: εναλλακτικός, εναλλάκτεος;
USER: εναλλακτική λύση, εναλλακτικός, εναλλακτική, εναλλακτικές, εναλλακτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
among
/əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
another
/əˈnʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος, άλλο ένα, έτερος;
USER: άλλος, άλλο ένα, άλλο, άλλη, ένα άλλο, ένα άλλο
GT
GD
C
H
L
M
O
anyway
/ˈen.i.weɪ/ = ADVERB: οπωσδήποτε, πάντως;
USER: οπωσδήποτε, πάντως, Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
article
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρο, αντικείμενο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου
GT
GD
C
H
L
M
O
articles
/ˈɑː.tɪ.kl̩/ = NOUN: άρθρο, αντικείμενο, είδος, πράγμα;
USER: άρθρα, Τα άρθρα, είδη, αντικείμενα, άρθρων
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assembling
/əˈsem.bl̩/ = VERB: συγκαλώ, συναθροίζω, συναθροίζομαι;
USER: συναρμολόγηση, συναρμολόγησης, τη συναρμολόγηση, συγκεντρώνοντας, συναρμολογήσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
audio
/ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
audiobooks
= USER: audiobooks, ηχητικά βιβλία, ηχοβιβλία, ακουστικά βιβλία, ηχητικών βιβλίων
GT
GD
C
H
L
M
O
auditory
/ˈɔː.dɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: ακουστικός;
USER: ακουστικός, ακουστικό, ακουστική, ακουστικές, ακουστικού
GT
GD
C
H
L
M
O
augmentative
/Agˈmentətiv/ = ADJECTIVE: αυξητικός;
USER: αυξητικός, αυξητική, αυξητικές, βοηθητικών, augmentative
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
avoid
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφύγετε, αποφεύγονται, αποφυγή, αποφευχθεί, αποφεύγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
avoided
/əˈvɔɪd/ = VERB: αποφεύγω;
USER: αποφεύγονται, αποφεύγεται, αποφεύγεται η, αποφευχθεί, αποφευχθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
bear
/beər/ = NOUN: αρκούδα, άρκτος;
VERB: αντέχω, φέρω, ανέχομαι, υποφέρω, υποβαστάζω, κρατώ, κατέχω αξίωμα, αποκομίζω, υφίσταμαι, πιέζω, κατευθύνομαι;
USER: φέρουν, φέρει, να φέρουν, να φέρει, έχουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
becomes
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
began
/bɪˈɡæn/ = VERB: αρχίζω;
USER: άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
benefits
/ˈben.ɪ.fɪt/ = NOUN: όφελος, πλεονέκτημα, ευεργέτημα, κέρδος, αποζημίωση;
VERB: ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: οφέλη, παροχές, τα οφέλη, παροχών, πλεονεκτήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bimodal
= USER: δικόρυφη, διτροπική, δίτροπη, δίτροπων, δίτροπες,
GT
GD
C
H
L
M
O
biological
/ˌbaɪ.əˈlɒdʒ.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: βιολογικός;
USER: βιολογικός, βιολογικών, βιολογική, βιολογικά, βιολογικής
GT
GD
C
H
L
M
O
blue
/bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος;
NOUN: λουλάκι;
USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του
GT
GD
C
H
L
M
O
bonds
/bɒnd/ = NOUN: ομολογίες;
USER: ομολογίες, ομόλογα, ομολόγων, δεσμούς, ομολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
boundless
/ˈbaʊnd.ləs/ = ADJECTIVE: απεριόριστος, απέραντος, ανεξάντλητος;
USER: απεριόριστος, απέραντος, απέραντη, απεριόριστη, απέραντο
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
brought
/brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
buildings
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια
GT
GD
C
H
L
M
O
businesses
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
cadence
/ˈkeɪ.dəns/ = NOUN: κυματισμός φωνής, ρυθμός;
USER: κυματισμός φωνής, cadence
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
cancer
/ˈkæn.sər/ = NOUN: καρκίνος;
USER: καρκίνος, καρκίνου, καρκίνο, του καρκίνου, καρκίνο του
GT
GD
C
H
L
M
O
catch
/kætʃ/ = NOUN: σύλληψη, παγίδα;
VERB: συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω, αντιλαμβάνομαι;
USER: σύλληψη, πιάσει, αλιευμάτων, αλιεύματα, καλύψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
category
/ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη;
USER: κατηγορία, κατηγορίας, την κατηγορία, περιποίηση, της κατηγορίας
GT
GD
C
H
L
M
O
certainly
/ˈsɜː.tən.li/ = ADVERB: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, φυσικά, μάλιστα;
USER: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, βέβαιο
GT
GD
C
H
L
M
O
check
/tʃek/ = NOUN: έλεγχος, επιταγή, καρό, ρουά, αναχαίτηση;
VERB: ελέγχω, τσεκάρω, σημειώνω, συγκρατώ, αναχαιτίζω, επιπλήττω;
USER: έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, check, ελέγξετε τη
GT
GD
C
H
L
M
O
chronic
/ˈkrɒn.ɪk/ = ADJECTIVE: χρόνιος;
USER: χρόνιος, χρόνια, χρόνιες, χρόνιας, χρόνιων
GT
GD
C
H
L
M
O
circa
/ˈsɜː.kə/ = PREPOSITION: περίπου, γύρω;
USER: περίπου, γύρω, γύρω στο, περίπου το, circa
GT
GD
C
H
L
M
O
classroom
/ˈklɑːs.ruːm/ = NOUN: αίθουσα διδασκαλίας, δωμάτιο σχολείου;
USER: αίθουσα διδασκαλίας, τάξη, στην τάξη, τάξης, στην τάξη που, στην τάξη που
GT
GD
C
H
L
M
O
clean
/kliːn/ = ADJECTIVE: καθαρός, αλέρωτος, παστρικός;
VERB: καθαρίζω, παστρεύω;
USER: καθαρίστε, καθαρίσετε, καθαρίζετε, καθαρό, καθαρισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
clearer
/klɪər/ = USER: σαφέστερη, σαφέστερο, σαφέστερες, σαφέστερος, σαφέστερα
GT
GD
C
H
L
M
O
clocks
/klɒk/ = NOUN: ρολόι, χρονόμετρο, ρολόι τοίχου;
USER: ρολόγια, ρολογιών, τα ρολόγια, τοίχου, τοίχου
GT
GD
C
H
L
M
O
collaboration
/kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη;
USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη
GT
GD
C
H
L
M
O
combination
/ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών;
VERB: μάχομαι, πολεμώ;
USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός
GT
GD
C
H
L
M
O
common
/ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος;
NOUN: βοσκότοπος;
USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών
GT
GD
C
H
L
M
O
communicate
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
communities
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητες, κοινοτήτων, των κοινοτήτων, τις κοινότητες, κοινωνίες
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
confident
/ˈkɒn.fɪ.dənt/ = ADJECTIVE: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, πεποιθώς;
USER: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, σίγουροι, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
congratulations
/kənˌɡræt.jʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγχαρητήρια;
USER: συγχαρητήρια, συγχαρητήριά, Συγχαρητήρια για, Congratulations, τα συγχαρητήριά
GT
GD
C
H
L
M
O
content
/kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση;
ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος;
VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ;
USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
converted
/kənˈvɜːt/ = VERB: μετατρέπω, σφετερίζομαι, προσηλυτίζω;
USER: μετατρέπονται, μετατρέπεται, μετατροπή, μετατραπούν, μετατραπεί, μετατραπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
converts
/kənˈvɜːt/ = NOUN: προσήλυτος;
USER: μετατρέπει, μετατρέπει το, μετατρέπει την, μετατρέπει τα, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
cook
/kʊk/ = NOUN: μάγειρας, μαγείρισσα, μάγειρος;
VERB: μαγειρεύω, ψήνω, τηγανίζω, πλαστογραφώ;
USER: μάγειρας, μαγειρεύω, μαγείρισσα, μαγειρέψουν, μαγειρεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
count
/kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση, μέτρημα, κόμης, λογαριασμός, κεφάλαιο κατηγορίας;
VERB: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, θεωρώ, αριθμώ;
USER: αρίθμηση, υπολογίζω, αδύναμη, μετράνε, μετρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
courtney
= USER: Κόρτνεϊ, Courtney, Κόρτνεϋ, Κόρτνει, η Courtney
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
critic
/ˈkrɪt.ɪk/ = NOUN: κριτήριο;
USER: κριτικός, επικριτής, κριτικό, κριτικού, ο κριτικός
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
depth
/depθ/ = NOUN: βάθος, βαθύτητα, πυθμένας, βαθύτης;
USER: βάθος, βάθους, εμπεριστατωμένη, σε βάθος, το βάθος
GT
GD
C
H
L
M
O
derive
/dɪˈraɪv/ = VERB: αντλώ, παράγω, εξάγω, παίρνω, βρίσκω;
USER: αντλούν, αποκομίζουν, αντλήσει, απορρέουν, προέρχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
diabetes
/ˌdīəˈbētēz,-tis/ = NOUN: διαβήτης, σάκχαρο, ζάχαρο, υπεργλυκαιμία;
USER: διαβήτης, διαβήτη, ο διαβήτης, σακχαρώδη διαβήτη, του διαβήτη
GT
GD
C
H
L
M
O
dialect
/ˈdaɪ.ə.lekt/ = NOUN: διάλεκτος, ιδίωμα;
USER: διάλεκτος, ιδίωμα, διάλεκτο, διαλέκτου
GT
GD
C
H
L
M
O
dictating
/dɪkˈteɪt/ = VERB: υπαγορεύω, προστάζω, διατάσσω;
USER: υπαγόρευσης, υπαγορεύει, να υπαγορεύει, που υπαγορεύει,
GT
GD
C
H
L
M
O
didn
/ˈdɪd.ənt/ = USER: didn, Νόμιζα
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
directions
/daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία;
USER: οδηγίες, κατευθύνσεις, τις κατευθύνσεις, τις οδηγίες, Οδηγιών
GT
GD
C
H
L
M
O
disabilities
/ˌdisəˈbilitē/ = NOUN: αναπηρία, ανικανότητα;
USER: αναπηρίες, αναπηρία, ειδικές ανάγκες, δυσκολίες
GT
GD
C
H
L
M
O
disease
/dɪˈziːz/ = NOUN: ασθένεια, νόσος, νόσημα, αρρώστια;
USER: νόσος, ασθένεια, νόσημα, νόσου, νόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
disrupts
/dɪsˈrʌpt/ = VERB: διασπώ, αναστατώνω, διαρρηγνύω;
USER: διαταράσσει, διαταράσσουν, αναστατώνει, διακόπτει, διαταράσσει την
GT
GD
C
H
L
M
O
drive
/draɪv/ = VERB: οδηγώ, κινώ, προωθώ, άγω, αμαξοπορώ, διώκω;
NOUN: αμαξοπορεία;
USER: οδηγώ, οδήγησης, οδηγείτε, οδηγεί, οδηγούν, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
dyslexia
/dəsˈleksēə/ = USER: δυσλεξία, δυσλεξίας, τη δυσλεξία, η δυσλεξία, της δυσλεξίας,
GT
GD
C
H
L
M
O
early
/ˈɜː.li/ = ADVERB: νωρίς, από νωρίς;
ADJECTIVE: πρώιμος, πρόωρος;
USER: νωρίς, από νωρίς, αρχές, αρχές του, έγκαιρη, έγκαιρη
GT
GD
C
H
L
M
O
eases
/iːz/ = VERB: ανακουφίζω, ευκολύνω, ελαφρύνω, ησυχάζω;
USER: διευκολύνει, ανακουφίζει, διευκολύνει την, διευκολύνει τη, διευκολύνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
easier
/ˈiː.zi/ = USER: ευκολότερη, ευκολότερο, ευκολότερα, πιο εύκολο, εύκολο, εύκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
ebert
= USER: Ebert, Έμπερτ, Ο Έμπερτ, του Ebert,
GT
GD
C
H
L
M
O
effects
/ɪˈfekt/ = NOUN: υπάρχοντα;
USER: αποτελέσματα, επιπτώσεις, επιδράσεις, εφέ, συνέπειες
GT
GD
C
H
L
M
O
efficient
/ɪˈfɪʃ.ənt/ = ADJECTIVE: αποτελεσματικός, αποδοτικός, ικανός, δραστήριος;
USER: αποτελεσματικός, αποδοτικός, αποτελεσματική, αποδοτικό, αποτελεσματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
efforts
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθειες, οι προσπάθειες, τις προσπάθειες, προσπαθειών, προσπάθειες για
GT
GD
C
H
L
M
O
endless
/ˈend.ləs/ = ADJECTIVE: ατέλειωτος, ακατάπαυστος;
USER: ατελείωτες, ατελείωτη, ατέλειωτες, ατέλειωτη, ατελείωτο
GT
GD
C
H
L
M
O
engineers
/ˌen.dʒɪˈnɪər/ = NOUN: μηχανικός, μηχανοδηγός;
VERB: σχεδιάζω;
USER: μηχανικούς, μηχανικοί, οι μηχανικοί, μηχανικών, μηχανικοί της
GT
GD
C
H
L
M
O
enjoy
/ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι;
USER: απολαύστε, απολαύσετε, απολαμβάνουν, απολαύσουν, να απολαύσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
enough
/ɪˈnʌf/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: αρκετός, κάμποσος;
USER: αρκετά, αρκετός, αρκετό, αρκετή, αρκεί, αρκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entryways
GT
GD
C
H
L
M
O
especially
/ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά;
USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
evolves
/ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι;
USER: εξελίσσεται, αναπτύσσεται, εξελιχθεί, εξελίσσονται, εξέλιξης
GT
GD
C
H
L
M
O
exercise
/ˈek.sə.saɪz/ = NOUN: άσκηση, γυμναστική;
VERB: γυμνάζομαι, ασκώ, εξασκώ, γυμνάζω;
USER: άσκηση, ασκεί, ασκούν, ασκήσει, ασκήσουν, ασκήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
experience
/ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική;
VERB: λαμβάνω πείρα;
USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών
GT
GD
C
H
L
M
O
experts
/ˈek.spɜːt/ = NOUN: εμπειρογνώμονας, πραγματογνώμονας, εξπέρ;
USER: εμπειρογνώμονες, εμπειρογνωμόνων, οι ειδικοί, ειδικοί, οι εμπειρογνώμονες
GT
GD
C
H
L
M
O
explains
/ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξηγεί, εξηγεί ο, εξηγείται, διευκρινίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
exposure
/ɪkˈspəʊ.ʒər/ = NOUN: έκθεση, αποκάλυψη, θέση;
USER: έκθεση, έκθεσης, την έκθεση, ανοίγματος, της έκθεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
eyes
/aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός;
VERB: παρατηρώ;
USER: μάτια, τα μάτια, στα μάτια, ματιών, οφθαλμών, οφθαλμών
GT
GD
C
H
L
M
O
fact
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός
GT
GD
C
H
L
M
O
faq
/ˌefˌeɪˈkjuː/ = USER: faq, Συχνές ερωτήσεις, Συνήθεις Ερωτήσεις, ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ, συχνά ased ερωτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
far
/fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά;
ADJECTIVE: μακρινός;
USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
feature
/ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα;
VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηριστικό, δυνατότητα, διαθέτουν, λειτουργία, χαρακτηριστικό γνώρισμα
GT
GD
C
H
L
M
O
featuring
/ˈfiː.tʃər/ = VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω;
USER: χαρακτηρίζει, διαθέτει, που χαρακτηρίζει, που διαθέτει, διαθέτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
february
/ˈfeb.ru.ər.i/ = NOUN: Φεβρουάριος, Φλεβάρης;
USER: Φεβρουάριος, Φλεβάρη, Φεβ., Φεβ, Φεβρουάριο
GT
GD
C
H
L
M
O
feel
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
film
/fɪlm/ = NOUN: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, λεπτή μεμβράνη, φωτογραφική πλάκα;
VERB: φωτογραφώ;
USER: ταινία, φιλμ, μεμβράνη, ταινίας, ταινιών, ταινιών
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
flip
/flɪp/ = NOUN: αιφνίδιον κτύπημα, ελαφρό χτύπημα;
VERB: αναρρίπτω, κτυπώ ελαφρώς;
USER: κτύπημα, αναστρέψετε, αναστροφή, γυρίστε, γυρίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
fluent
/ˈfluː.ənt/ = ADJECTIVE: ευφραδής, ευχερής, εύγλωττος;
USER: ευφραδής, ευχερής, άπταιστα, πολύ καλά, μιλάει άπταιστα
GT
GD
C
H
L
M
O
follows
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: εξής, ακολουθεί, ακολούθως, Επομένως, προκύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
foreign
/ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος;
USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
format
/ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου;
USER: format, μορφή, φορμά, μορφής, μορφότυπο
GT
GD
C
H
L
M
O
formats
/ˈfɔː.mæt/ = NOUN: σχήμα και διάταξις βιβλίου;
USER: μορφές, φορμά, σχήματα, μορφών, μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
forward
/ˈfɔː.wəd/ = ADVERB: προς τα εμπρός, εμπρός;
ADJECTIVE: μπροστινός, πρόθυμος, αυθάδης;
VERB: διαβιβάζω, προάγω;
USER: προς τα εμπρός, εμπρός, τα εμπρός, μπροστά, υποβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
freeing
/friː/ = VERB: ελευθερώνω;
USER: απελευθερώνοντας, ελευθερώνοντας, απελευθέρωση, την απελευθέρωση, αποδεσμεύοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
furniture
/ˈfɜː.nɪ.tʃər/ = NOUN: έπιπλα;
USER: έπιπλα, επίπλων, επίπλωση, τα έπιπλα, έπιπλα από
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
generating
/ˈdʒen.ər.eɪt/ = VERB: παράγω, γεννώ;
USER: παραγωγής, δημιουργία, παραγωγή, δημιουργώντας, τη δημιουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
generations
/ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, γενεά, γέννηση;
USER: γενεών, γενιές, γενεές, των γενεών
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
girl
/ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη;
USER: κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, κοριτσιών, κορίτσι που
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
gps
/ˌdʒiː.piːˈes/ = USER: gps, ΠΣΤ, το GPS
GT
GD
C
H
L
M
O
grade
/ɡreɪd/ = NOUN: βαθμός, τάξη, βαθμολογία;
VERB: βαθμολογώ;
USER: βαθμός, τάξη, βαθμολογία, βαθμού, ποιότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
grand
/ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος;
USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ
GT
GD
C
H
L
M
O
grandmother
/ˈɡræn.mʌð.ər/ = NOUN: γιαγιά;
USER: γιαγιά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
grouped
/gro͞op/ = VERB: συμπλέκω;
USER: ομαδοποιημένος, ομαδοποιούνται, ομαδοποιηθούν, ομαδοποιημένες, ομαδοποιημένα
GT
GD
C
H
L
M
O
guardian
/ˈɡɑː.di.ən/ = NOUN: κηδεμόνας, φύλακας, φύλαξ, κηδεμών;
USER: κηδεμόνας, φύλακας, θεματοφύλακας, κηδεμόνα, θεματοφύλακα
GT
GD
C
H
L
M
O
handy
/ˈhæn.di/ = ADJECTIVE: εύχρηστος, βολικός, πρόχειρος, εξυπηρετικός, επιτήδειος, ευχερής;
USER: εύχρηστος, εύχρηστο, βολικό, πρακτικό, εύχρηστη
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
hawking
/hôk/ = VERB: ξεροβήχω, πουλάω διαλαλώντας;
USER: hawking, Χόκινγκ, Ο Hawking, Χώκινγκ, ο Χώκινγκ
GT
GD
C
H
L
M
O
health
/helθ/ = NOUN: υγεία;
ADJECTIVE: υγειονομικός;
USER: υγεία, υγείας, την υγεία, της υγείας, για την υγεία, για την υγεία
GT
GD
C
H
L
M
O
heart
/hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος;
USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
helpful
/ˈhelp.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, εξυπηρετικός, βοηθητικός, βοηθιτικός;
USER: χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο, ήταν χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
her
/hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της;
USER: αυτήν, της, την
GT
GD
C
H
L
M
O
highlighted
/ˈhaɪ.laɪt/ = VERB: δίδω έμφασιν;
USER: τόνισε, υπογράμμισε, επισημαίνονται, επισημανθεί, τονίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
households
/ˈhousˌ(h)ōld/ = NOUN: νοικοκυριό, οικογένεια, σπιτικό, οικοκυριό;
USER: νοικοκυριά, τα νοικοκυριά, νοικοκυριών, των νοικοκυριών
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
humans
/ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
identify
/aɪˈden.tɪ.faɪ/ = VERB: αναγνωρίζω, εξευρίσκω, βεβαιώ την ταυτότητα, εξακριβώνω ταυτότητα, συνταυτίζω;
USER: προσδιορίσει, προσδιορίζουν, εντοπίσει, τον εντοπισμό, εντοπισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
imagination
/ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία;
USER: φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία
GT
GD
C
H
L
M
O
impaired
/ɪmˈpeər/ = VERB: χειροτερεύω, καταστρέφω;
USER: απομειωθεί, απομείωση, μειωμένη, απομειωμένα, διαταραχή
GT
GD
C
H
L
M
O
impairments
/ˌimˈpermənt/ = NOUN: βλάβη, χειροτέρευση, ελάττωση;
USER: απομειώσεις, βλάβες, απομειώσεων, διαταραχές, όρασης,
GT
GD
C
H
L
M
O
implementing
/ˈɪm.plɪ.ment/ = VERB: εκτελώ, ενεργώ, παρέχω τα μέσα;
USER: εφαρμογή, εκτελεστικών, εφαρμογής, την εφαρμογή, υλοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inbound
/ˈɪn.baʊnd/ = ADJECTIVE: εισερχόμενος;
USER: εισερχόμενος, Εσωτερικοί, εισερχόμενων, εισερχόμενες, εισερχόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
increase
/ɪnˈkriːs/ = NOUN: αύξηση;
VERB: αυξάνω, αβγατίζω, επαυξάνω, πληθαίνω, πληθύνω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξηθεί, την αύξηση, αυξήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
instruction
/ɪnˈstrʌk.ʃən/ = NOUN: εντολή, οδηγία, κατάρτιση;
USER: εντολή, οδηγία, οδηγίες, διδασκαλίας, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
international
/ˌɪn.təˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: διεθνής;
USER: διεθνής, διεθνή, διεθνείς, διεθνούς, διεθνών, διεθνών
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
introduce
/ˌɪn.trəˈdjuːs/ = VERB: παρουσιάζω, εισάγω, συστήνω, συνιστώ;
USER: εισαγάγει, εισάγουν, εισαγάγουν, εισαγωγή, εισάγει
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
issue
/ˈɪʃ.uː/ = NOUN: ζήτημα, έκδοση, τεύχος, έκβαση, έξοδος, γένος;
VERB: εκδίδω, εκπέμπω, απορρέω, εξέρχομαι, επακολουθώ;
USER: έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, έκδοσης
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
keynote
/ˈkiː.nəʊt/ = NOUN: νότα μουσικής, βασικός τόνος;
USER: νότα μουσικής, βασικός τόνος, ομιλία, εναρκτήρια, εναρκτήρια ομιλία
GT
GD
C
H
L
M
O
kinesthetic
/ˌkɪn.iːsˈθiː.zi.ə/ = USER: κιναισθητική, κιναισθητικές, κιναισθητικούς, κιναισθητικό, kinesthetic
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
known
/nəʊn/ = ADJECTIVE: γνωστός;
USER: γνωστός, γνωστό, γνωστή, γνωστές, γνωστά
GT
GD
C
H
L
M
O
lands
/lænd/ = NOUN: γη, χώρα, ξήρα;
VERB: ξεμπαρκάρω, αποβιβάζω, αποβιβάζομαι;
USER: εδάφη, Χώρες, προσγειώνεται, γη, εδαφών
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
leader
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
learner
/ˈlɜː.nər/ = NOUN: μαθητής;
ADJECTIVE: μαθητευόμενος;
USER: μαθητής, μαθητευόμενος, μαθητή, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο
GT
GD
C
H
L
M
O
learners
/ˈlɜː.nər/ = NOUN: μαθητής;
USER: εκπαιδευόμενους, μαθητές, εκπαιδευομένων, εκπαιδευόμενοι, εκπαιδευόμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
lesson
/ˈles.ən/ = NOUN: μάθημα, δίδαγμα;
USER: μάθημα, δίδαγμα, μαθήματος, μαθημάτων, το μάθημα, το μάθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
light
/laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας;
ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος;
VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω;
USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
limit
/ˈlɪm.ɪt/ = NOUN: όριο;
VERB: περιορίζω, συμπτύσσω;
USER: όριο, περιορίσει, περιορισμό, περιορίζουν, περιορίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
linguists
/ˈlɪŋ.ɡwɪst/ = NOUN: γλωσσολόγος, γλωσσομαθής;
USER: γλωσσολόγους, γλωσσολόγοι, γλωσσομαθείς, γλωσσολόγων, γλωσσομαθών
GT
GD
C
H
L
M
O
listening
/ˈlisən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούτε, ακούγοντας, ακρόασης, ακρόαση, ακούει, ακούει
GT
GD
C
H
L
M
O
literacy
/ˈlɪt.ər.ə.si/ = NOUN: γνώση γραφής, γνώση ανάγνωσης;
USER: γραμματισμού, αλφαβητισμού, παιδεία, παιδείας, γραμματισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
literature
/ˈlit(ə)rəCHər,-ˌCHo͝or,-ˌt(y)o͝or/ = NOUN: λογοτεχνία, φιλολογία;
USER: λογοτεχνία, φιλολογία, βιβλιογραφία, λογοτεχνίας, βιβλιογραφίας, βιβλιογραφίας
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
mainstream
/ˈmeɪn.striːm/ = USER: επικρατούσα τάση, ενσωμάτωση, γενικά, κύρια, γενική
GT
GD
C
H
L
M
O
maintain
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρούν, διατηρηθεί, διατήρηση, διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
manuals
/ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο;
USER: εγχειρίδια, εγχειριδίων, εγχειρίδια χρήσης, εγχειρίδια που, οδηγίες
GT
GD
C
H
L
M
O
many
/ˈmen.i/ = ADJECTIVE: πολοί;
USER: πολλά, πολλές, πολλοί, πολλούς, πολλών, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
mature
/məˈtjʊər/ = ADJECTIVE: ώριμος, ληξιπρόθεσμος;
VERB: ωριμάζω, λήγω;
USER: ώριμος, ώριμη, ώριμης, ώριμης ηλικίας, Ζευγάρια ώριμης ηλικίας
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
medical
/ˈmed.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: ιατρικός, υγειονομικός;
USER: ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικών, ιατρικής
GT
GD
C
H
L
M
O
mention
/ˈmen.ʃən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω;
NOUN: μνεία, μνημόνευση;
USER: αναφέρω, μνεία, αναφέρουμε, αναφέρει, αναφέρουν
GT
GD
C
H
L
M
O
method
/ˈmeθ.əd/ = NOUN: μέθοδος, μεθοδικότητα;
USER: μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, τη μέθοδο, η μέθοδος, η μέθοδος
GT
GD
C
H
L
M
O
mid
/mɪd/ = ADJECTIVE: στα μέσα, μέσος, μεσαίος;
USER: στα μέσα, μέσα, τα μέσα, μέσα του, τα μέσα του
GT
GD
C
H
L
M
O
migraines
/ˈmiː.ɡreɪn/ = NOUN: ημικρανία;
USER: ημικρανίες, ημικρανιών, ημικρανία, τις ημικρανίες, ημικρανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
mild
/maɪld/ = ADJECTIVE: ήπιος, μαλακός, πράος, μειλίχιος, εύκρατος;
USER: ήπιος, ήπια, ήπιο, ήπιες, ήπιας
GT
GD
C
H
L
M
O
minded
/-maɪn.dɪd/ = ADJECTIVE: διατεθειμένος;
USER: minded, μυαλό, πνεύμα, ομόφρονα, ευσυνείδητος
GT
GD
C
H
L
M
O
mixed
/mɪkst/ = ADJECTIVE: μικτός, ανάμεικτος, ανάμικτος, ανομοιογενής, σύμμικτος, συμμιγής, ανάκατος;
USER: μικτός, μικτή, μικτές, μικτό, μικτών
GT
GD
C
H
L
M
O
mobile
/ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος;
USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών
GT
GD
C
H
L
M
O
mobility
/məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία;
USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
mother
/ˈmʌð.ər/ = NOUN: μητέρα, μάνα, μητήρ;
VERB: περιποιούμαι ως μητέρα;
USER: μητέρα, μάνα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
multilingual
/ˌmʌl.tiˈlɪŋ.ɡwəl/ = ADJECTIVE: πολύγλωσσος;
USER: πολύγλωσσος, πολύγλωσσο, πολύγλωσση, πολυγλωσσική, πολυγλωσσικό
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
myself
/maɪˈself/ = PRONOUN: εγώ ο ίδιος;
USER: εγώ ο ίδιος, εαυτό μου, τον εαυτό μου, ίδιος, ο ίδιος
GT
GD
C
H
L
M
O
native
/ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος;
USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
necessary
/ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος;
USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
news
/njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι;
USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
newspapers
/ˈn(y)o͞ozˌpāpər/ = NOUN: εφημερίδα, εφημερίς;
USER: εφημερίδες, εφημερίδων, εφημερίδα
GT
GD
C
H
L
M
O
night
/naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά;
USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
obesity
/əʊˈbiːs/ = NOUN: ευσαρκία;
USER: παχυσαρκία, παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, της παχυσαρκίας, την παχυσαρκία
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
offers
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
USER: προσφέρει, προσφορές, διαθέτει, παρέχει, τις προσφορές
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
optimal
/ˈɒp.tɪ.məm/ = ADJECTIVE: άριστος;
USER: βέλτιστη, βέλτιστο, η βέλτιστη, βέλτιστης, βέλτιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
others
/ˈʌð.ər/ = USER: άλλοι, άλλα, άλλους, άλλων, άλλες
GT
GD
C
H
L
M
O
otherwise
/ˈʌð.ə.waɪz/ = ADVERB: αλλιώς, αλλιώτικα;
USER: αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
output
/ˈaʊt.pʊt/ = NOUN: παραγωγή, απόδοση, προϊόν;
USER: παραγωγή, απόδοση, προϊόν, εξόδου, παραγωγής
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
owners
/ˈəʊ.nər/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: Οι ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες, ιδιοκτητών, τους ιδιοκτήτες, ιδιοκτήτες των
GT
GD
C
H
L
M
O
paging
/pāj/ = VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: τηλεειδοποίησης, σελιδοποίησης, τηλεειδοποίηση"
GT
GD
C
H
L
M
O
pain
/peɪn/ = NOUN: πόνος, λύπη;
VERB: πονώ, λυπώ;
USER: πόνος, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
GT
GD
C
H
L
M
O
parent
/ˈpeə.rənt/ = NOUN: μητρική εταιρεία, γονεύς, πηγή;
USER: μητρική εταιρεία, μητρική, μητρικής, γονέα, γονέας
GT
GD
C
H
L
M
O
particularly
/pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς;
USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perfect
/ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος;
NOUN: παρακείμενος;
VERB: τελειοποιώ, τελειώ;
USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
phone
/fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο;
VERB: τηλεφωνώ;
USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
plans
/plæn/ = NOUN: σχέδιο, πλάνο, χάρτης;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδια, τα σχέδια, σχεδίων, προγράμματα, σχέδιά, σχέδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
podcasts
/ˈpɒd.kɑːst/ = USER: podcasts, τα podcasts, τα podcast
GT
GD
C
H
L
M
O
prefer
/prɪˈfɜːr/ = VERB: προτιμώ, προκρίνω, προτείνω, προβιβάζω;
USER: προτιμώ, προτιμούν, προτιμάτε, προτιμούσαν, προτιμούσε, προτιμούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
presentations
/ˌprez.ənˈteɪ.ʃən/ = NOUN: παρουσίαση, παράσταση, προσαγωγή, προσφορά;
USER: παρουσιάσεις, παρουσιάσεων, παρουσίαση, τις παρουσιάσεις, παρουσίασης
GT
GD
C
H
L
M
O
presented
/prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
presenting
/prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσίαση, παρουσιάζοντας, παρουσιάζουν, την παρουσίαση, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
produced
/prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω;
USER: παράγεται, παράγονται, που παράγεται, που παράγονται, παραχθεί, παραχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
productive
/prəˈdʌk.tɪv/ = ADJECTIVE: παραγωγικός, αποδοτικός, προσοδοφόρος;
USER: παραγωγικός, παραγωγική, παραγωγικές, παραγωγικών, παραγωγικό
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
profile
/ˈprəʊ.faɪl/ = NOUN: προφίλ, κατατομή, πορτρέτο, κατατομή προσώπου;
USER: προφίλ, εγγραφή, προφίλ του, το προφίλ, προφίλ του χρήστη
GT
GD
C
H
L
M
O
profit
/ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: κέρδος, όφελος, ωφέλεια, απολαβή;
VERB: κερδίζω, ωφελούμαι, ωφελώ;
USER: κέρδος, κέρδους, κέρδη, κερδών, τα κέρδη
GT
GD
C
H
L
M
O
progressing
/prəˈɡres/ = VERB: προχωρώ, προοδεύω;
USER: προχωρούν, προχωρεί, προχωρά, προοδεύει, εξελίσσεται
GT
GD
C
H
L
M
O
promote
/prəˈməʊt/ = VERB: προάγω, προβιβάζω, παροτρύνω;
USER: την προώθηση της, προώθηση της, προώθηση, την προώθηση, προωθήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pronunciation
/prəˌnʌn.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: εκφώνηση, προφορά;
USER: προφορά, εκφώνηση, προφορά της λέξης, προφοράς, την προφορά, την προφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
proofreading
/ˈpruːf.riːd/ = NOUN: διόρθωση τυπογραφικών δοκιμιών;
USER: διόρθωση, διόρθωσης, διόρθωση κειμένων, επιμέλεια, διόρθωση δοκιμίων
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
publishers
/ˈpʌb.lɪ.ʃər/ = NOUN: εκδότης, βιβλιοεκδότης;
USER: εκδότες, εκδοτών, οι εκδότες, τους εκδότες, εκδότες του, εκδότες του
GT
GD
C
H
L
M
O
raised
/reɪz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: έθεσε, ανέκυψαν, εγείρει, προέβαλε, τέθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
rates
/reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη;
VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω;
USER: τιμές, ποσοστά, τα ποσοστά, επιτόκια, συντελεστές
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
read
/riːd/ = NOUN: ανάγνωση;
VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω;
USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
readers
/ˈriː.dər/ = NOUN: αναγνώστης, αναγνωστικό;
USER: αναγνώστες, τους αναγνώστες, αναγνωστών, οι αναγνώστες, ανάγνωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
reading
/ˈriː.dɪŋ/ = NOUN: ανάγνωση, διάβασμα, ερμηνεία, ανάγνωσμα;
USER: ανάγνωση, διάβασμα, την ανάγνωση, ανάγνωσης, διαβάζοντας, διαβάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
reasons
/ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό;
USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που
GT
GD
C
H
L
M
O
recent
/ˈriː.sənt/ = ADJECTIVE: πρόσφατος, χθεσινός, νωπός;
USER: πρόσφατα, Τα τελευταία, τελευταία, πρόσφατη, πρόσφατες
GT
GD
C
H
L
M
O
recipes
/ˈres.ɪ.pi/ = NOUN: συνταγή;
USER: συνταγές, τις συνταγές, συνταγών, συνταγές για, συνταγές που
GT
GD
C
H
L
M
O
recites
/riˈsīt/ = VERB: διηγούμαι, εξιστορώ, απαγγέλλω;
USER: απαγγέλει, απαγγέλλει, εξιστορεί, απαγγείλει,
GT
GD
C
H
L
M
O
regard
/rɪˈɡɑːd/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη;
VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ;
USER: σχέση, θεωρώ, θεωρούν, θεωρεί, θεωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
removing
/rɪˈmuːv/ = VERB: αφαιρώ, απομακρύνω, βγάζω, μετακινώ, μεταφέρω, μετακομίζω, μεταθέτω, προάγομαι;
USER: αφαίρεση, την αφαίρεση, αφαιρώντας, απομάκρυνση, άρση
GT
GD
C
H
L
M
O
renowned
/rɪˈnaʊnd/ = ADJECTIVE: περίφημος, ξακουσμένος, ένδοξος;
USER: φήμης, γνωστή, φημίζεται, φημισμένο, διάσημο
GT
GD
C
H
L
M
O
required
/rɪˈkwaɪər/ = ADJECTIVE: υποχρεούμαι;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, που απαιτείται, χρειάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
retain
/rɪˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, κρατώ, παρακρατώ, μισθώ;
USER: διατηρούν, διατηρήσουν, διατηρήσει, να διατηρήσει, διατηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safer
/seɪf/ = USER: ασφαλέστερα, ασφαλέστερη, ασφαλέστερες, ασφαλέστερο, ασφαλέστερων
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
says
/seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
screens
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
USER: οθόνες, οθονών, οθόνη, σίτες, οθόνης
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
seems
/sēm/ = VERB: φαίνομαι;
USER: φαίνεται, φαίνεται ότι, φαίνεται να, μοιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
seniors
/ˈsiː.ni.ər/ = NOUN: πρεσβύτερος;
USER: ηλικιωμένους, ηλικιωμένοι, Seniors, τους ηλικιωμένους, πρεσβυτέρους
GT
GD
C
H
L
M
O
sense
/sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση;
VERB: διαισθάνομαι;
USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
sensitivity
/ˌsensiˈtivitē/ = USER: ευαισθησία, ευαισθησίας, την ευαισθησία
GT
GD
C
H
L
M
O
services
/ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία;
VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω;
USER: υπηρεσίες, υπηρεσιών, των υπηρεσιών, τις υπηρεσίες, υπηρεσίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
severe
/sɪˈvɪər/ = ADJECTIVE: αυστηρός, δριμύς;
USER: σοβαρή, σοβαρές, σοβαρής, σοβαρά, σοβαρό
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
shortcuts
/ˈʃɔːt.kʌt/ = NOUN: συντομώτερος δρόμος, συντομότερος τρόπος;
USER: συντομεύσεις, συντομεύσεων, Οι συντομεύσεις, τις συντομεύσεις, συντομεύσεις του
GT
GD
C
H
L
M
O
shouldn
/ˈʃʊd.ənt/ = USER: έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
smartphones
/ˈsmɑːt.fəʊn/ = USER: smartphones, smartphones που, τα smartphones
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
someone
/ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια;
USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον
GT
GD
C
H
L
M
O
soon
/suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς;
USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
sounding
/sound/ = NOUN: βολιδοσκόπηση, βυθομέτρηση, ήχηση, ηχών;
USER: βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση, ήχηση, ηχεί, κρούουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speak
/spiːk/ = VERB: μιλώ, ομιλώ, κουβεντιάζω;
USER: μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν, μιλήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
speakers
/ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής;
USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
spoken
/ˈspəʊ.kən/ = ADJECTIVE: ομιλούμενος;
USER: ομιλούνται, μιλήσει, ομιλείται, που ομιλούνται, μίλησε, μίλησε
GT
GD
C
H
L
M
O
staring
/steər/ = ADJECTIVE: χτυπητός;
USER: χτυπητός, κοιτάζοντας, κοιτάζει, κοιτάζει επίμονα, κοιτάζοντας επίμονα
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
straining
/streɪn/ = VERB: στραγγίζω, εντείνω, υπερεντείνω, τεντώνω, ζορίζω, σουρώνω, βιάζω;
USER: στράγγισμα, τέντωμα, φίλτρα, τα φίλτρα, τεντώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
strengthen
/ˈstreŋ.θən/ = VERB: ενισχύω, δυναμώνω, εδραιώνω, ανδυναμώνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stress
/stres/ = NOUN: στρες, άγχος, πίεση, ένταση, έμφαση, τόνος, ζόρι;
VERB: τονίζω, εντείνω, δίδω έμφαση;
USER: στρες, άγχος, πίεση, άγχους, το άγχος
GT
GD
C
H
L
M
O
strived
/straɪv/ = USER: πασχίζει, προσπάθησε, επιζητήθηκε, επεδίωκε
GT
GD
C
H
L
M
O
students
/ˈstjuː.dənt/ = NOUN: φοιτητόκοσμος;
USER: φοιτητές, μαθητές, οι μαθητές, σπουδαστές, μαθητών, μαθητών
GT
GD
C
H
L
M
O
studied
/ˈstʌd.id/ = ADJECTIVE: μελετημένος, εσκεμμένος;
USER: μελετηθεί, μελετήθηκαν, μελέτησε, μελετήθηκε, σπούδασε, σπούδασε
GT
GD
C
H
L
M
O
studies
/ˈstədē/ = NOUN: σπουδές;
USER: σπουδές, μελέτες, μελετών, σπουδών, μελέτες που, μελέτες που
GT
GD
C
H
L
M
O
style
/staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό;
VERB: προσαγορεύω;
USER: στυλ, ύφος, στιλ, το στυλ, το ύφος, το ύφος
GT
GD
C
H
L
M
O
subject
/ˈsʌb.dʒekt/ = NOUN: θέμα, υποκείμενο, ζήτημα, υπήκοος;
ADJECTIVE: υποκείμενος;
VERB: υποβάλλω, υποτάσσω, εκθέτω;
USER: θέμα, υποκείμενο, υπόκεινται, αντικείμενο, υπόκειται
GT
GD
C
H
L
M
O
successful
/səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος;
USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suffer
/ˈsʌf.ər/ = VERB: υποφέρω, πάσχω, δεινοπαθώ;
USER: υποφέρω, υποφέρουν, πάσχουν, υφίστανται, υποστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
suffers
/ˈsʌf.ər/ = VERB: υποφέρω, πάσχω, δεινοπαθώ;
USER: υποφέρει, πάσχει, πλήττεται, υφίσταται, παρουσιάζει, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
suggest
/səˈdʒest/ = VERB: προτείνω, εισηγούμαι, υποδηλώνω, υπαινίσομαι;
USER: προτείνω, δείχνουν, προτείνει, προτείνουν, προτείνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
synthesized
/ˈsinTHiˌsīz/ = VERB: συνθέτω;
USER: συντίθεται, συντίθενται, συντεθεί, συντεθούν, συνετέθη
GT
GD
C
H
L
M
O
synthetic
/sɪnˈθet.ɪk/ = ADJECTIVE: συνθετικός;
USER: συνθετικός, συνθετικών, συνθετικά, συνθετικό, συνθετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
teachers
/ˈtiː.tʃər/ = NOUN: δάσκαλος, διδάσκαλος, διδασκάλισσα;
USER: καθηγητές, εκπαιδευτικούς, εκπαιδευτικοί, δασκάλους, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
teaching
/ˈtiː.tʃɪŋ/ = NOUN: διδασκαλία, διδαχή;
USER: διδασκαλίας, διδασκαλία, διδακτικό, διδακτικού, τη διδασκαλία, τη διδασκαλία
GT
GD
C
H
L
M
O
techniques
/tekˈniːk/ = NOUN: τεχνική;
USER: τεχνικές, τεχνικών, τις τεχνικές, των τεχνικών, τεχνικές που
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
thinking
/ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη;
ADJECTIVE: σκεπτόμενος;
USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
toward
/təˈwɔːdz/ = PREPOSITION: προς, περί, πλησίον;
ADJECTIVE: επικείμενος;
USER: προς, προς την, προς το, απέναντι, προς την κατεύθυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
tts
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
under
/ˈʌn.dər/ = PREPOSITION: υπό, κάτω από, υποκάτω;
ADVERB: από κάτω;
USER: υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο, στο πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
understandable
/ˌəndərˈstandəbəl/ = ADJECTIVE: κατανοητός, νοητός, καταληπτός;
USER: κατανοητός, κατανοητό, κατανοητή, κατανοητές, κατανοητά
GT
GD
C
H
L
M
O
understandably
/ˌʌn.dəˈstæn.də.bl̩/ = ADVERB: καταληπτώς;
USER: κατανοητό, δικαιολογημένα, είναι κατανοητό, εύλογα
GT
GD
C
H
L
M
O
universal
/ˌyo͞onəˈvərsəl/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος, γενικός;
USER: καθολικής, καθολική, καθολικό, την καθολική, καθολικών
GT
GD
C
H
L
M
O
until
/ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε;
CONJUNCTION: ώσπου, ότου;
USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upgrading
/ʌpˈɡreɪd/ = NOUN: επιμόρφωση προσωπικού;
USER: αναβάθμιση, την αναβάθμιση, αναβάθμισης, αναβάθμιση των, αναβάθμιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
uses
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
vein
/veɪn/ = NOUN: φλέβα, διάθεση;
VERB: σχηματίζω φλεβοειδή σχέδια;
USER: φλέβα, φλέβας, πνεύμα, φλεβική, φλεβών
GT
GD
C
H
L
M
O
verbally
/ˈvɜː.bəl/ = USER: προφορικά, λεκτικά, φραστικά, προφορικώς, προφορική
GT
GD
C
H
L
M
O
visual
/ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
visually
/ˈvɪʒ.u.ə.li/ = USER: οπτικά, οπτικώς, οπτική, οπτικής, όρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
vocabulary
/vəˈkæb.jʊ.lər.i/ = NOUN: λεξιλόγιο;
USER: λεξιλόγιο, λεξιλόγιο για, λεξιλόγιο για τις, λεξιλόγιο για τις δημόσιες, λεξιλογίου, λεξιλογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
voice
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
voices
/vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά;
VERB: εκφράζω;
USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή
GT
GD
C
H
L
M
O
walt
= USER: Walt, την Walt, του Walt, η Walt, ο Walt,
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
wants
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλει, επιθυμεί, θέλουν, θέλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
wasn
/ˈwɒz.ənt/ = USER: δεν ήταν, wasn, δεν ήμουν
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
wheelchair
/ˈwiːl.tʃeər/ = NOUN: αναπηρική καρέκλα, τροχοφόρος καθέκλα ασθενούς;
USER: αναπηρική καρέκλα, Πρόσβαση με αναπηρικό, με αναπηρικό καροτσάκι, αναπηρικής καρέκλας, αναπηρικής πολυθρόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wish
/wɪʃ/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές;
VERB: επιθυμώ, εύχομαι;
USER: επιθυμία, επιθυμώ, εύχομαι, ευχή, επιθυμούν, επιθυμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
wonderful
/ˈwʌn.də.fəl/ = ADJECTIVE: θαυμάσιος, υπέροχος, θαυμαστός, αξιοθαύμαστος;
USER: θαυμάσιος, υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο, θαυμάσια
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
write
/raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
writer
/ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου;
USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής
GT
GD
C
H
L
M
O
written
/ˈrɪt.ən/ = ADJECTIVE: γραπτός, γραμμένος, γραφτός;
USER: γραπτός, γραπτή, γραπτές, έγγραφη, γραπτής, γραπτής
GT
GD
C
H
L
M
O
yet
/jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις;
USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη
GT
GD
C
H
L
M
O
yorker
/ˌnjuːˈjɔː.kər/ = USER: Yorker, Γιόρκερ
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
459 words